εκπόρνευση

εκπόρνευση
[-ις (-εως)] η
1) развращение; 2) перен. опорочивание, опозоривание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εκπόρνευση" в других словарях:

  • εκπόρνευση — η 1. παρακίνηση σε πορνεία 2. πτώση, υποβιβασμός σε κατάσταση ανάλογη με τής πορνείας («εκπόρνευση τών ιδανικών, τού λειτουργήματος κ.λπ.») …   Dictionary of Greek

  • ἐκπορνεύσῃ — ἐκπορνεύω commit fornication aor subj mid 2nd sg ἐκπορνεύω commit fornication aor subj act 3rd sg ἐκπορνεύω commit fornication fut ind mid 2nd sg ἐκπορνεύω commit fornication aor subj mid 2nd sg ἐκπορνεύω commit fornication aor subj act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπόρνευσις — καταπόρνευσις, ἡ (Α) [καταπορνεύω] εκπόρνευση, προαγωγεία …   Dictionary of Greek

  • μισθαρνία — η (Α μισθαρνία) [μίσθαρνος] 1. εργασία με μισθό 2. λήψη μισθού, είσπραξη μισθού νεοελλ. σύστημα εργασίας κατά το οποίο ο εργοδότης, στις διαπραγματεύσεις καθορισμού τού μισθού, ενδιαφέρεται αποκλειστικά να εξασφαλίσει τον ελάχιστο δυνατό μισθό… …   Dictionary of Greek

  • πόρνευσις — εύσεως, ἡ, Α [πορνεύω] η εκπόρνευση, η έκδοση σε πορνεία …   Dictionary of Greek

  • εταιρισμός — ο η εκπόρνευση, η συστηματική πορνεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»